Page:Hippocrate - Œuvres complètes, traduction Littré, 1839 volume 6.djvu/8

Cette page n’a pas encore été corrigée

ΠΕΡΙ TEXNHS.



1. Εισί τίνες ot τέχνην πεποίηνται ta τάς τεχνας *αΐσχροεπεϊν, ως μεν οιονται οι τούτο διαπρησσόμενοι, ουχ 8 εγώ λέγω, αλλ’^ίστορίης οιχείης επίδειξιν ποιεύ{Αενοι. Έ{λοι δε το μεν *τι των μ.ή ευρημένων εςευρίσκειν, ο τι και *ευρεθέν κρέσσον —ή ^ άνεξεύρετον, ^ξυνέσιος δοκέει επιθύμημά τε και έργον είναι, καΐ ^το τα ήμίεργα ες τέλος εξεργάζεσθαι ωσαύτως • το "^δε λο’γων ου καλών τέχνη τα τοις άλλοις ευρημένα αισχύνειν προθυμέεσθαι, Ιπανορθουντα μεν μηδέν, διαβάλλοντα δε τα των ειδοτων προς τους μη ειδο’τας εξευρηματα, ούκέτι δοκέει ®ξυνέσιος επιθύμημά τε και έργον είναι, άλλα ^καχαγγελίη μάλλον φύσιος ν| ^άτεχνί’η• μούνοισι γδιρ τοΤσιν άτέχνοισιν ή Ιργασίη αυτή αρμόζει, φιλοτιμεομένων μεν, ουδαμα δε δυναμένων κακίτ) υττουργέειν εις ^^το τα των πέλας έργα % ορθά Ιόντα διαβάλλειν, ^ ουκ ορθά μωμέεσθαι. Τους μεν ούν ^^ες τάς άλλας τέχνας τούτω τφ τρόπω εμπίπτοντας, οΤσι μέλει τε, και *^ών μέλει, οι δυνάμενοι κωλυόντων* δ δέ παρεών λόγος τοισιν ες ιητρικήν ούτως εμπορευομένοις εναντιώνεται, θρασυνόμενος μεν δια ** τούτους ούς ψέγει, ευπορέων δέ δια τήν τέχνην ^ βοηθεϊ, δυνάμενος ΒΙ δια σοφιην ή πεπαίδευται.

2. ^’^ Δοκέει Β•/[ μοι th μέν σύμπαντέχνη είναι ουδεμία ούχ εουσα •

1 ΑΪσχροεπεΐν Α.-αΙσχροποιεΪν vulg. —αΐσχροποιέειν Lind., Mack. —άτιμ.άζειν F, —ού τ. δ. δ εγώ λε’γω vulg. —οΐ τ. δ. ούχ ο εγώ λέγω ΕΗΚΟΖ. — οΐ τ. (.5. 8 εγώ λέγω (F, mutât, al. manu) G, —ούχ δ Q’, Zwing. in marg., Foes.> in net. —άλλα A. —’γνώσεως Q’—οΊκ. oni. Zwing. — ^ ^qi A. — των Ιαυτώ’ευρισκομένων Foes. in net. —ευρισκομένων Codd. ( praeter A), Zwing. Heurn. — ^ έρευθέν A. —η cm. vulg. —J’ai ajouté, sans manuscrit il est vrai ^ » Ψ^^ ^ si facilement pu disparaître à cause de Γή suivant. άνεξεύρητον * ^• —’* <γ• A (Mack, et alibi).— έπιθυμήματά τε (bis) J. — ^ τό om. Aid.’'V’<> δ’εκ λ. L. —τοΤς cm. Ε. —προΟυμεϊσθαι Α. — δέ pro μέν Α. —’σ. ΟΖ Aid "" ^’δ<^>ίέει Α. — ^ κακαγγελίη Α. —καταγγελίη vulg.— παράστασις, κατηγοΕ ; ^* P’.-Galien lisait κακαγγελίη ; car on trouve dans son Gl. : κακαγγελίη κ. ""^ορ^ημοσύνη, κακολογία. —’ » άτεχνίης Zwing. in marg., Lind. — γάο ori ^’~ « ^^’Ρ ^^ ^’ » Φ’^Ο’^’ΐ^εομένων Α. —φιλοτιμουμένων vulg.— ούδ’άμα δέ Α —c’^δαμώς EQ’. —κακίη Α. —κακίης vulg. — " τό cm. J.-ToùproTôîvKuhn.—’2 ^ « ^’~^’^ vulg.— μέλλει (bis) 1Κ0Ζ, Aid. —’ » και <δν AL, Zwing. in marg. Jx *’^^ °^^• ^’ « 18•- » •°’^^ ^°^’^ ^^ « ^^^ GJZ. — κω-