Page:Hippocrate - Œuvres complètes, traduction Littré, 1839 volume 6.djvu/328

Cette page n’a pas encore été corrigée
322
DES LIEUX DANS l’hOMME.


Ισχναίνηται, καΐ λουτροϊσι κάθαιρε* του Βϊ σιχύου του άγριου τήν 6ίζαν κόψας, ες δδωρ Ιμβαλών, άπο τούτου λούε’χοληγαγ^ δέ φάρ[Λακα *μή πίπισκε, ώς μη ταράσσγ) μάλλον το σώμα τούτον Ιττήν δε ^ξηρον ή το τεταραγμένον, τρέφε, μηδεν υποχωρήτικω φαρμάκω, ’μηδέ διουρητικω, αλλ’οινω οινοόδει και ασσα ερυΟροτερον Λοιέει τον άνθρωπον, τούτοισιν ην δε χλωρός : ^, πάλιν εξαρύσαι, ξηραίνειν δέ μηδαμα, ώς μη παγη χλοίρος Ιών.

29, *θηρίον επέρ/εται επι το σώμα δια τόδε* επήν’φλεγμαίνη ή σαρξ ή πέριξ, καΐ οι κρημνοί μεγάλοι εωσι του ελκεος, και το έλκος υγρον, και επι του ελκεος εξηρασμένος επί) ιχωρ, ^η το έλκος σ’υμπεπηγος ή "^η ξυνσεσηπος, δ ιχώρ ô άπο του ελκεος ^απορρέων κωλύεται εξω χωρέειν υπο του επιπεπηγότος ^Ιπι του ελκεος προς τήν σάρκα* ή δε σοιρξ υποδέχεται, ώστε μετέωρος **^γ’εουσα αύτη υπο φλεγμασίης, και όταν άφίκηται δ ιχώρ ^*υπθρρέων, σηπει καΐ μετεωρίζει. *^ Τούτον φαρμάκοισιν υγραίνοντας αυτό το έλκος χρίειν, ώς υγραινομένου εξω το ^εΰμα ^έη εκ του ελκεος, καΐ μη υπο τήν σάρκα, και τα κατάρ^οα τον ελκεος ^^ψύχουσι φαρμάκοισιν, ώς **χειμιουσα συμπιληται ή σαρξ και μή διαρ^αγεΐσα άντεπιρ^έτ)• κα » τάλλα δε Ιλκεα ψύχουσι περιχρίειν, και επ’αύτ^ι τα υγραίνοντα επιτιθέναι.

30. *^Κύναγχος άπο αίματος γίνεται, 5ταν το αίμα παγη το è τησι φλεψ τησιν εν τω τραχηλω* *^ τούτων άπο των εν τοΤσι γυίοισ φλεβών αίμα άφαιρέειν, κα άμα κάτω υπεξάγειν, ώς το τήν νοΰσο^ παρέχον ^"^ τουχο κατασπασθν)* καΐ γλώσσαν, δπόταν ίλκεα μεγάλο σχί), ωσαύτως εύτρεπιστέον.

’Μή om. Α. —τούτο Mack. —δέ οιη. Lind.’— *ξηνήνης Α. —Sans dout( pour ξηρήντρς.—’^ μηβε δ. om. C. — έρυΟρώτατον ποιεϊ Α. — εξαρύσαι Α, Lind -Εξαρϋσαι vulg. —μηδαμώς sine ώς Α. — * Gai. Gloss. : θηρίον, τήν τε έλμινθί καΐ το άγριον έλκος, ώς εν τω ΪΤερι τόττων των κατά άνθρωπον θηρίον έπ tè σώμα επέρχεται δια τόδε* καΐ οπόταν άφίκηται ό Ιχώρ άπορέων, σήΐΐε και μετεωρίζει. — —"^φλεγμ-ήνη Α. —ή πέριξ om. Α.-έώσι CE, Aid. — **ή om Α. —’ή Α. —ή om. vulg. —ξυνσεσηπώς vulg. —ξύνεστιν ει πώς pro ξυνσ. ( —* απορρέων… ελκεος om. Α. — ®ί ; πό vUlg. —II faut lire έπΙ comme pta haut. —’ « γ’Α.-γ’om. vulg. —αυτή A. —αυτή oni. vulg. —οπόταν L. — » άπο ρέων L*-άπop^έωv Lind. —σήπη και μετεωρίζη Α. —’^ τούτο Α.-χρείειν€

— ΐ3ψυχροϊσι φαρμάκοισι περιχρίειν Κ’, Lind., Mack. —’^ χιμιοΰσα, al manu χρή μή Ιοΰσα Α. —συμπιληται Α, Lind., Mack. —συμπέληται vulg, • δ’ΑΟ « -ψυχροΐσι Lind., Mack. —περιχρείειν C, —’^περί κυνάγχης in tit