τω πλεύμονι μάλλον ^εΐ, καΐ τα *ελκεα κινεύμενοί επαvα^^ηγvυταt,
ώστε και ει παύσαιτο ^το άπο της κεφαλής ^έον, ^το απ* αύτέων των
έλκέο^ν ίκανον εσται νουσον παρασχεϊν. Γίνεται δε και άπο έλκους
εμπυος, και ράων αυτή ή νουσος* γίνεται δε και έκτος του πλεύμονος μάλιστα μεν *άπο ρήγματος, και όταν ή σ^ρς φλασθτ)• κατά
τούτο γαρ πυον ^ξυνίσταται, και ^ξυνιστάμενον, ει τις σείοι το σώμα,
κλυδάζεται, και ψο^ον παρε/_ει, καΐ καίονται ταύτα. ΦΟίσις δέ γίνεται, όταν ες το αύτο, ώσπερ τίο εμπυω, δ ρόος γένηται Bik τοδ
βρόγχου καΐ των "^άορτρέων, αί ξυνέχουσι τον πλεύμονα και τον
βρόγχον ες δε τον πλεύμονα^^έει θαμννα κατ’ολίγον, και υγρο’τητα
Ιν τώ πλεύμονι ^ού ποιέει πολλην* ξηραινόμενον γαρ το επιρρέον Ιν
τω βρόγχω πεπηγος, ώστε ουκ Ικκλυζόμενον, άλλα κατ’ολίγον
επιρρεον και’ « ενεχομενον ρηχαποιεει εν τε τησιν αορτργ•, σιν ενεχομενον το ρε’ον, ώστε στενας διατρησιας εχ^ούσας τας ^ » άορτράς, στε »
νοχο)ριην τω πνευματι παρέχει, και "τούτο ποιεει πνεύμα εχειν*
ώστε γαρ **αΊελειπο’μενον *^αΐεΙ επιΟυμέειάναπνεΤν, και εν τω πλεύμονι, ώστε ουκ Ϊσχυρίος υγρίο εόντι, ξυσμος εγγίνεται* *^οταν δε πολί »
άπορου ? ! της κεφαλής, ούτ’εν τίρ πλεύμονι ξυσμος γίνεται* πολύ γαρ
"αύτέω το επιρρέον εστί, και εμπυοι εκ των φθισίο)ν τουτο^ν γίνον^
ται, δ’ταν υγρο’τερον το ^^ σώμα γένηται* κα δ’ταν ςη ρότε ρ ον γένηται,
έκτων εμπυων φτισιωντες. εμπυοι τω6ε οη/οι γίνονται* την λα »
πάρην άρχομένο)ν πόνος εχ^ει* επήν δε πυον ξυνεστηκη, ο τε πόνος
ç /βΛν Ο’? / ^’’~ ^~„
Ομοίως "ε/ει, ρηςτε γίνεται, και επαναχ^ρεμπτεται πυον, και πνεύμα Ι
’"Ελκη ΑΟ.~ες τι κινέμενα (sic) επαναρύγνυται Α. — ^τό cm. Α. —ή ρέον Α. — ^τόοηι. Α. —αυτών Α, — άπορήματα Α. — ^ σ. Α. — ^ξ. Α.-σ. vulg. -ει om. C. —σείη vulg. —γαρ έχει pro παρέχει C. —καίνονται vulg. —καίονται C, Lind., Mack. —κε’ονται, al. manu αί Α. —’άορτρε’ων (Α, ρ obliteratur), Zwing. in marg. —αορτέων Tulg. — « ^έη Α. — ^ού Κ’, quidam Codd. ap Foes in notis, Lind., Mack. —μή vulg. —ποιεϊν G. —’ « ένισχόμενον Lind.επιχεόμενον C, Zwing. in marg. — » τοϊσιν Α.-άορτρήσιν A, Zwing. il marg. —άορτήσιν vulg. —άορτήρσιν quaedani exemplaria apud Foes in notis -Post στενά:addit τάς Α.-διατρήσηα; C. — "άορτράς Α.-άορτάς vulgi• La construction est embarrassée ; il faut sans doute prendre τάς άορτρά comme une espèce d’accusatif absolu. —’^ τοιούτο Κ’, Zwing in marg. Mack. —έχει A. — *αΙει λειβόμενον Α.-άναλιπόμενον sine αιεί (άναλε ; πόμ& νον C) vulg. —’^αιει έπιθυμαίει Α.-άεΙ vulg. —’^δταν… γίνεται om. Α.άπορ^ο^ vulg.-άπoppήC.-àπoppυή L, Lind., Mack.-πvεύμovtC. — "αΟτώ