Page:Hippocrate - Œuvres complètes, traduction Littré, 1839 volume 6.djvu/308

Cette page n’a pas encore été corrigée
302
DES LIEUX DANS l’hOMME.


τη σαρχι προ ; το δστέον. Ούτως ιασθαι ^δεΤ’τούτω τοιάδε ή άποτ£λεύτησις γίνεται, ^γ)ν μη τις εύτρεπίση* ουκ εκκέκλυσται, ώστ’Ίκκλυσο’μενον 6ςυ δραν ποιέειν, *αΐει τω εφισταμένω μαρμαρυγώδης μάλλον γίνεται, και το όξυ ^δρών του άνθρο^που άποσβε’ννυται, "^Ην δ’ες την όψιν ^ες το υγρον καθαρον αιματώδες τι ίσέλθη υγρον, τούτο) ν^ή οψις ενοον "^εμφαίνεται του οφθαλμού ου στρογγύλον εον δια το’δε* ν^•*εν φ αν το αίματώδες ενη, τοΰτο ουκ εμφαίνεται, ^τούτ(ο δη ελλείν’πει το φαινομενον περιφερές είναι, και προκινεεσθαι ^"^αυτω όοκεει προ των οφθαλμών, και ούδεν κατ’άληθειαν δρα. Τούτου χρή τας φλέβας άποκαίειν τας πιεζούσας τας "οψιας, αι σφύζουσιν αιει καΐ μεταξύ του τε ώτος και του κροτάφου πεφύκασιν* και επειδάν ταύτας αποφρας/, ς, προς τους οφθαλμούς φάρμακα, οσα υγραίνει, ^προσφέρε, και δακρυον άπαγε ως πλείστον, δ’πως το συνεστηκος εν τοΐσιν δφθαλμοϊσιν εκκλυσθη το την νουσον παρε’χον. *Ην ^δέ δ οφθαλμός ^αγη, μαλθακοϊσι φαρμάκοισι χρησθαι καΐ ^*στρυφνοΤσιν, ως στυφομενον το έλκος ες σμικρόν συνίη, και ή ούλη λεπτή η. *^’^Οταν δ’άργεμον η, δακρύειν *^τω οφθαλμίΐ) άρηγει.

14. Όπο’ταν δε ες τον ^"’λίθαρον ^εη και χολή η, τώδε δήλον Ιστιν• οουνη έχει ες την λαπαρην και ες την κληιοα ^^την "ες την λαπαρην, και πυρετός, και ή γλώσσα τα άνο) χλωρή γίνεται, καΐ άποχρεμπτεται ^"^ςυμπεπηγότα• ταύτης της νούσου έβδομαίοί δ κίνδυνο’ς εστίν η ενναταίφ. ^’"Όκο’ταν άμφο’τερα τα πλευρά άλγέη, τα δ’άλλα δ’μοια η τη έτε’ρη, αύτη ^^ μεν περιπλευμονίη εστίν, ή δ’Ιτέρη πλευρίτις* αύται δε γίνονται δια τάδε* δταν ες τον πλεύμονα ^εύση εκ της κε-’ Δει, ει vulg. —ει om. Α. —’ήν μή τις ευτρεπίση ή ουκ Α.-ήν (addit Si Κ’) μή ταύτ’εύτρεπή εΐη (addit καΐ Κ’, Mack) ουκ vulg. — ^ εγ.-λ.ΙυσομένηΊ vulg. —ώστε κλυζομενην Α.— έκκαυσόμενον C, — έκκεκλν/σμένον Κ’, Lind., Mack. — ^άλλά pro αίεΙ Zwing. in marg. — ^όρ^ν Κ’, Mack. —άποσβεννυνται C. — ες οηι.Ά.-τώ καθαρώ pro καθαρον Α. —’έμβαίνεται vulg., par une faute répétée dans Kulm. —ώστρογγύλον (sic), al. manu ώς στρογγύλον Α. — ^έν… είναι om. Lind. — ^τούτου G. — « * δ’αύτώ Α. — » οψια ; Α.δψεις vulg. — σφίζουσιν C. — *^ πρόφερε C. —’^ δε ό Α. — δ’(δέ C) sine ό vulg.

—’^στρυφνοϊς Α.-στυφόμενοι vulg. —στυφόμενον ACE, Aid., Lind., Mack. -σμικρόν Α. —μικρόν vulg. —συνήει Α. —’^ δταν δ’άρ’έπηγέμον δακρύειν vulg. —δταν δ’άργεμον έπιδακρύειν Α. —δταν δ’άρ έπιγε’μων πύου δακρύειν Ε. —δταν δ’άρ έπήγε’μον δακρύειν C. —δταν δ’άρ’ετιγέμει δακρύειν L. —όταν άρ’έπιγεμη δακρύειν Zwing. —Οταν δ’άργεμον η, δακρύειν Mack. —δταν δ’έπάργεμος η, δακρύειν Lindt-’Ërot. G1•, ρ* 0Q : άργεμον, πάθος τι πβρί