Page:Hippocrate - Œuvres complètes, traduction Littré, 1839 volume 6.djvu/286

Cette page n’est pas destinée à être corrigée.
280
des lieux dans l’homme

ὀφθαλμοῖσιν· ταΰτα δέ toc *φλέβια και άττοσβεννυασι τλς δψεις ^ταν ξηρανθώσιν. Μήνιγγες δέ τρεις εισιν αί τους οφθαλμούς φυλάσσουσαι, ή μεν επάνω παχύτερη, ή δέ δια μέσου λεπτότερη, ή δε τρίτη λεπτή ή το υγρον φυλάσσουσα* τούτων ή μεν επάνω και ’παχύτερη, νουσος, ην κωφωθη* ή δε δια μέσου επικίνδυνος ^αυτη, και όταν ^αγ^, εξίσχει οίον κύστις* ή δε τρίτη ή λεπτότατη πάμπαν επικίνδυνος, ή το δγρον φυλάσσουσα. Μήνιγγες δε δύο εισι του εγκεφάλου, *ή μεν επάνω παχύτερη, ^ή δε λεπτή του εγκεφάλου άπτομένη, ουκ ετι ή αυτή Ιπήν τρωθτ).

3. Φλέβες δε < περαίνουσι μεν ες την κορυφήν δια της σαρχος ^εχουσαι προς το οστέον, φέρονται δε δια της σαρκός, δύο μεν έκτης κορυφής κατ’ ιθυ fi αι οφρύες συγκλείονται και τελευτωσιν *^ες τους κανθους των οφθαλμών, μία δε άπο της κορυφής ες τήν ^Τνα φέρεται καΐ σχίζεται ες τον χόνδρον της ^ινος εκάτερον αλλαι δύο φλέβες παρδι τους κροτάφους φέρονται εν μέσω των κροτάφου και των ώτων, *αΫπιέζουσι τας όψεις και σφύζουσιν αιεί* μοΰναι γαρ αύται ουκ άρδουσι των φλεβών, αλλ’ αποτρέπεται εξ αυτών το ^αιμα* το δ’ άποτρεπο’μενον άποσυμβουλεύει τω επιρρέοντι* και το μεν άποτρεπο’μενον βουλόμενον ^’^άποχωρέειν, το δ’ άνωθεν "έπιρ^έον βουλόμενον κάτω χο^ρέειν, ενταύθα ώθεύμενά τε και άναχεόμενα προς άλληλα και κυκλούμενα, σφυγμον παρέχουσι τοΤσι φλεβίοισιν, Ή δε οψις *’τω άπο του εγκεφάλου υγρίο τρέφεται• όταν δέ τι του άπο των φλεν^ βών λάβγ], τ5) ^ύσει ταράσσεται, και ουκ *’ εμφαίνεται ες αύτο, καΐ προκινέεσθαι δοκέει εν αύτω τότε μεν οίον εϊδωλον ορνίθων, τότε **δέ οΤον φακοί μέλανες, και τάλλα ούδεν άτρεκέως κατ’ άληθείην δύναται δραν. "Αλλαι δύο φλέβες εν μέσω τών τε ώτων καΐ των άλλων φλε-

1 Φλεβία C. — 2 παχύτερη Α. – παχύτατη vulg. – Érot., p. 212 : κωφωθ^, έβλάβη, παρεμποδίσθη. — 3 καὶ αύτη καὶ δταν Κ’, Mack. -χαι αύτη δταν Lind. — *ή μ. έ. π. om. AC. — ^ή λεπτή και pro ή δέ λ. τ. εγκ. άτττ. Α (sine καΐ C, Aid.). — ^ερχουσα ; (sic) Κ’. -αϊ om. C. — ’ες τους οφθαλμούς τών κανθών Α. -δ’ AC, Aid. — *αΙ πιεζουσαι Α. -D’après Μ. Andreae, Die Augenheilk. des Hipp., p. 55, πιέζουσι signifie ou maintiennent les yeux en place ou pressent les yeux.-aXei’ μοΟναι Α.-άεί* μόναι vulg. (αϊεΐ Lind.). — 9 φλέγμα Α. -άποσυμβουλεύει.... άποτρεπόμενον om. Α. — ’"άνω χωρέειν L, Zwing. in marg., Lind., Mack. — "έπιρρέθη C. -καΐ το pro κάτω C. -ωθούμενα Α. -κυκλεύμενα Ε. — "τών ά. τ. έ. υγρών Α.-^ύσσει Α, Ald.-^^ixç, Α. -εις Α. -ες cm. Κ’.-προχρινέεσθαι (sic) ϋ.-τότε (bis) AE, Zwing., Ald. – τὸ pro τοτὲ (bis) C. — 14 A. – τἆλλονv (sic) C. – καταλήθει ἢν δύναται C. – δύνανται A.