3] Καὶ φοβηθείς διυπνίσθην καὶ ἐνεθυμήθην ; « Μὴ οὕτως ἄρα ἐστὶν ἡ τῶν ὑδάτων θέσις ; » Έδοξα πείθειν ἑαυτὸν νενοηκέναι καλώς. Καὶ πάλιν ἀποκοιμήθην. Καὶ εἶδον τὸν αὐτὸν φιαλοβωμὸν, καὶ ἐπάνω ὕδωρ καχλάζον, καὶ πολὺν λαὸν εἰς αὐτὸν ἄπειρον ὄντα. Καὶ οὐκ ἦν 5 τις ἵνα ἐρωτήσω αὐτὸν ἔξω τοῦ βωμοῦ. Καὶ ἀνέρχομαι ἐπὶ τὸ ἰδέσ θαι τὴν θέαν εἰς τὸν βωμόν. Καὶ ὁρῶ πεπολιωμένον ξηρουργὸν άνθρω πάριον λέγοντά μοι. « Τί σκοπεῖς. » Ἀπεκρινάμην αὐτῷ ὅτι θαυμάζω τοῦ ὕδατος τὸν βρασμὸν καὶ τῶν ἀνθρώπων συγκειμένων καὶ ζώντων. Καὶ ἀπεκρίνατο μοι λέγων. « Αὕτη ἡ θέα ἣν ὁρᾶς εἰσοδός ἐστι καὶ 10 έξοδος καὶ μεταβολή. Επηρώτησα οὖν αὐτὸν πάλιν. « Πεία μετα θελή ; » Καὶ ἀπεκρίνατο λέγων. « Τόπος ασκήσεως τῆς λεγομένης ταριχείας. Οι γάρ θέλοντες ἄνθρωποι ἀρετῆς τυχεῖν ὧδε εἰσέρχονται, καὶ γίνονται πνεύματα, φυγόντες τὸ σῶμα. » Ἔλεγεν οὖν αὐτῷ. « Καὶ σὺ πνεῦμα εἶ ; » Καὶ ἀπεκρίνατο λέγων. « Καὶ πνεῦμα καὶ 15 φύλαξ πνευμάτων. » Καὶ ἐν τῷ ὁμιλεῖν ἡμᾶς ταῦτα, καὶ προστ τιθεμένου του βρασμοῦ καὶ τοῦ λαοῦ ολολύζοντος, εἶδον ἄνθρωπον χαλκοῦν δέλτον μολυβδίνην κατέχοντα ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ. Καὶ ἐξεῖπεν τῇ φωνῇ βλέπων τὴν δέλτον. « Τοῖς ἐν ταῖς κολάσεσι πᾶσιν ἐπιτρέπω καθευθῆναι καὶ ἕκαστον ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ λαβεῖν δέλτον μολυβδίνην, καὶ 20 χειρὶ γράφειν, καὶ τὰς ἔψεις ἔχειν) ἄνω καὶ τὰ στόματα ὑμῶν ἀνεων μένα, ἕως ἂν αὐξήσῃ ἡ σταφυλὴ ὑμῶν. Καὶ τῷ λόγῳ τὸ ἔργον ἠκολού
1. δυπνίσθην] δὲ ὑπνίσθην ΜΑΚ. 4. κοχλάζον ΜΑΚ ici et plus loin p. suiv., l. 8). 5. Lc place ἔξω τοῦ βωμού aussitot après της. ἀνέρχομαι ἐπὶ τὸ ἐλέσθαι] ἀνερχόμενος ἐπιτηδεύεσθαι ΑΚ ; ἀνεςχόμενος δὲ πρὸς τὸ ἐπιτηδεύεσθαι Lc. 6. εἰς τὸν βωμόν] του βωμού Κ. Και ἰδοὺ ὁρῶ Lc. ξηρουργόν] au-dessus 7. λέγοντά μοι] καὶ λέγει Καὶ ἀπέκριν. ALC. 8. και τῶν ἀνθρ. συγκ. καὶ 5.] καὶ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ζῶντας (τοὺς 5. Lc) συγκατομένους AKLc. de η dans M. po : AKLc.. 10. μεταβολή Μ. καὶ ἐπης, αὐτὸν ποια μεταβολή Μ. Il. μο πάλιν Lc. λέγων AKLc. τύπος] Γ. 1. τρόπος. τόπος ἀσκ. οὗτος τῆς λεγ. τας. ἐστίν L.c. 14. μας λέγων AKLc. 17. αὐτοῦ] F. 1. αὐτοῦ. Red. de Lc : καὶ ἐξειπέ μοι τῇ 18. φωνῇ · ὅρα ταύτῃ τῇ δέλτῳ ἐν ταῖς κ. τ. ἐπιτο. καθεσθῆναι, κελεύω δὲ ἔκαστον. ἐπιτρέπων ΑΚ. 19. καθευθῆναι] ΑΚ. F. 1. καθαρθῆναι, avoir été purifié (ag differe peu de su dans les mss. du Xe siècle). 20. Réd. de Lc :...γράφειν ἕως ἂν αὐξ. ἡ σταρ, αὐτῶν καὶ τὰ στόμ. αὐτῶν ἀνεωγ. καὶ τὰς ὄψ. άνω ἔχειν. Ajouté ἔχειν d'après Lc.